σαπροτροφικός

σαπροτροφικός
-ή, -ό και σαπρότροφος, -η, -ο
βιολ. (για οργανισμό και ιδίως για μύκητα ή βακτήριο) αυτός που εξασφαλίζει την τροφή του από νεκρή ή σε κατάσταση αποικοδόμησης οργανική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprotrophic (< σαπρός + -τροφικός / -τροφος < τρέφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”